Η πολύ επώδυνη στενωτική τενοντοελυτρίτιδα του 1ου ραχιαίου διαμερίσματος του χεριού είναι τόσο συχνή και κοινή στην ορθοπεδική, όπου έχει και όνομα και λέγεται Νόσος του De Quervain. Ο De Qurvain Ελβετός χειρουργός περιέγραψε την πιο πάθηση το 1895.
Η πάθηση οφείλεται σε τενοντοελυτρίτιδα, σε φλεγμονή δηλαδή τενόντων αλλά και των ελύτρων τους που περικλείουν τους τένοντες. Οι γυναίκες νοσούν συχνότερα από τους άντρες.
Οι τένοντες που πάσχουν είναι ο μακρός απαγωγός και ο βραχύς εκτείνοντας τένοντας του αντίχειρα, μαζί με το έλυτρό τους.
Οι τένοντες αυτοί είναι υπεύθυνοι για την απαγωγή και την έκταση του αντίχειρα και συμμετέχουν σε ποικιλία κινήσεων.
Η αιτία της νόσου δεν είναι συγκεκριμένη, μπορεί να οφείλεται σε σύνδρομο υπερχρήσης, αλλά και σε κάποια ρευματοειδή ασθένεια.
Τα συμπτώματα είναι πόνος κατά την χρήση του αντίχειρα και η δυσκολία στην σύλληψη αντικειμένων, ενώ πολλές φορές μπορεί να παρατηρηθεί και τοπικό οίδημα. Υπάρχουν συγκεκριμένα ορθοπεδικά τεστ για την διαπίστωση της πάθησης αυτής.
Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική στα αρχικά στάδια με τοποθέτηση νάρθηκα ακινητοποίησης αντίχειρα, συστηματική παγοθεραπεία και τοπική αγωγή με αντιφλεγμονώδη κρέμα. Στις επίμονες περιπτώσεις δύναται να υπάρξει βελτίωση με φυσιοθεραπευτική αγωγή. Η τοπική έγχυση κορτιζόνης έχει συνήθως πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά μπορεί μακροχρόνια να αποδυναμώσει τους τένοντες και να οδηγήσει μέχρι και σε αυτόματη ρήξη.
Η οριστική θεραπεία της στενωτικής τενοντοελυτρίτιδας είναι στις υποτροπιάζουσες και χρόνιες περιπτώσεις η διάνοιξη του ελύτρου του του 1ου ραχιαίου διαμερίσματος του χεριού.
Η επέμβαση πραγματοποιείται υπό τοπική αναισθησία σε χειρουργεία μίας ημέρας. Μετεγχειρητικά ο ασθενής μπορεί να χρησιμοποιεί ελεύθερα το χέρι του χωρίς να το καταπονεί για 2 περίπου εβδομάδες.